Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῆς φιλίας

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • Πειρίθους — Βασιλιάς των Λαπιθών της Θεσσαλίας, γιος του Δία ή του Ιξίωνα και της Δίας, πατέρας του Πολύποιτου. Ο Π. παντρεύτηκε την κόρη του Λαπίθη Άτρακα, Ιπποδάμεια, και κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου του δημιουργήθηκε η αιτία που προκάλεσε την… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

  • Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια εν Ταύροις — Τραγωδία του Ευριπίδη, συνέχεια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που διδάχθηκε ωστόσο πριν από αυτή (414; π.Χ.). Πραγματεύεται το προσφιλές στην ελληνική αρχαιότητα θέμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων που τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί, υπό αντίξοες… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»